χριστιανοδημοκρατικός

χριστιανοδημοκρατικός
-ή, -ό, Ν [χριστιανοδημοκράτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανοδημοκρατία ή στον χριστιανοδημοκράτη
2. φρ. α) «χριστιανοδημοκρατικό κόμμα» — πολιτικό κόμμα που πρεσβεύει τις αρχές τής χριστιανικής δημοκρατίας
β) «Χριστιανοδημοκρατική Ένωση» — ένα από τα δύο μεγάλα γερμανικά πολιτικά κόμματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”